- βραδύς
- -εία, -ύ (AM βραδύς, -εῑα, -ύ)αργός, μη ταχύςαρχ.1. (για τον νου) αργός, αργόστροφος2. διστακτικός, αναποφάσιστος3. το ουδ. ως ουσ. η βραδύτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βραδύς ανήκει μορφολογικά στα επίθετα σε -ύς, πρβλ. βραδύς, ταχύς, ωκύς κ.ά. Εάν γίνει αποδεκτή η υπόθεση ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου, τότε η λ. ανάγεται σε ινδοευρ. *gw rdu- και συνδέεται με λιθ. gurdus «βραδύς, αργός, νωθρός», λεττ. guřds «κουρασμένος, καταβεβλημένος» και ίσως λατ. gurdus «βλάκας, βραδύνους». Κατ' άλλους, η λ. βραδύς < *μραδύς και συνάπτεται προς το ρ. αμέρδω* «αφαιρώ από κάποιον κάτι που του ανήκει, στερώ, αποστερώ», υπόθεση που δεν στηρίζεται εύκολα από σημασιολογική άποψη. Βλ. και λ. βράδυ].
Dictionary of Greek. 2013.